δίμοιρο

δίμοιρο
το (Α δίμοιρος, -ον
Μ δίμοιρον, το)
το ουδ. ως ουσ. το δίμοιρο(ν)
τα δύο τρίτα ενός συνόλου
αρχ.
α) το μισό τής δραχμής
β) το μισό τής λίτρας
αρχ.
επίθ. δίμοιρος, -ον
1. διαιρεμένος στα δύο
2. φρ. δίμοιρον ή «δίμοιρον ἔπους» ή «δίμοιρον ἐπικόν» — το δακτυλικό ακατάληκτο τετράμετρο, τα δύο τρίτα τού δακτυλικού εξαμέτρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”